προαναφωνώ

προαναφωνώ
-έω, ΜΑ [ἀναφωνῶ]
αναφωνώ εκ τών προτέρων
αρχ.
1. προλέγω, προκηρύσσω
2. αναγγέλλω προηγουμένως
3. βεβαιώνω κάτι πρώτος
4. λέγω κάτι ως πρόλογο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προαναφωνῶ — προαναφωνέω pronounce before pres subj act 1st sg (attic epic doric) προαναφωνέω pronounce before pres ind act 1st sg (attic epic doric) προαναφωνῶ , προαναφωνέω pronounce before pres subj act 1st sg (attic epic doric) προαναφωνῶ , προαναφωνέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαναφωνητής — ο, Α [προαναφωνῶ] άτομο που προκηρύσσει κάτι …   Dictionary of Greek

  • προαναφωνητικός — ή, όν, Μ [προαναφωνῶ] προειδοποιητικός («σχήμα προαναφωνητικὸν τῶν ἐφεξῆς», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • προαναφώνημα — τὸ, ΜΑ [προαναφωνῶ] μσν. προφητεία αρχ. προαναφώνησις* …   Dictionary of Greek

  • προαναφώνησις — ήσεως, ἡ, Α [προαναφωνῶ] 1. προκήρυξη, προειδοποίηση 2. προκαταβολική διήγηση 3. πρόλογος, προοίμιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”